γιατί όλα κρύβουν μια "ιστορία"

Blogger templates

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

On 11:42 μ.μ. by Unknown in ,    No comments

Βασίλης Χατζηπαναγής ("Βασια")


  Υπήρξε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ένωνε και δεν δημιουργούσε αντιπαλότητες, μια εποχή που σημασία είχε το θέαμα κι όχι η σκοπιμότητα. Όχι, δεν ήταν όλα αγγελικά πλασμένα. Θερμοκέφαλοι μπαχαλάκηδες ανέκαθεν είχαν τη διάθεση και τη δυνατότητα να σου χαλάσουν το ποδοσφαιρικό απόγευμα, απλά έχω την αίσθηση πως η μαγεία του αθλήματος ήταν αυτή που τελικά κυριαρχούσε και το ταλέντο κι η φαντασία των πρωταγωνιστών του αθλήματος δεν επέτρεπε στο φανατισμό και την καφρίλα να επικρατήσουν. Ήταν η εποχή που δυο φίλοι αντίπαλων ομάδων μπορούσαν ακόμα να κάθονται δίπλα - δίπλα, να τσιγκλάνε ο ένας τον άλλο και μετά το τέλος του αγώνα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, να πάνε παρέα για φαγητό. Ήταν η εποχή που το ποδόσφαιρο υπήρχε ως μορφή διασκέδασης κι όχι ως προϊόν, η εποχή που ο ποδοσφαιριστής γινόταν ήρωας στο μυαλό των φιλάθλων γιατί πρόσφερε στην ομάδα και ξεχώριζε με το ταλέντο του κι όχι με τη δυνατότητα του να στήσει μια καλή επικοινωνιακή πολιτική μέσω των Μ.Μ.Ε. των social media και των διαφημιστικών του συμβολαίων. Ήταν η "εποχή της φανέλας". 

  Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που πήρε μια μικρή έστω γεύση αυτής της εποχής, καθώς απ' τη δεκαετία του '90 απ' όπου έχω πιο ξεκάθαρες μνήμες τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει ν' αλλάζουν. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είδε το "Βάσια" ν' αλωνίζει το γήπεδο με μια ασπρόμαυρη μπάλα στα πόδια, που έζησα μια εποχή που η ποδοσφαιρική ομάδα του Ηρακλή (σήμερα στη Football League) αποτελούσε σημείο αναφοράς για το ελληνικό ποδόσφαιρο και η παρουσία του Χατζηπαναγή αρκούσε για να γεμίσει το γήπεδο με πολλές χιλιάδες πραγματικούς φίλους του αθλήματος. 

  Ποιος ήταν όμως αυτός ο μάγος της μπάλας; Αυτός ο ποδοσφαιριστής που όλοι παραδέχονται πως αν έπαιζε ποδόσφαιρο στην εποχή μας θα υπέγραφε συμβόλαια δεκάδων εκατομμυρίων με μεγάλες ομάδες της Ευρώπης; 

  Ο Βάσια γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση από Έλληνες γονείς, πολιτικούς πρόσφυγες. Έπαιξε ποδόσφαιρο αρχικά σε ομάδες της ΕΣΣΔ, ενώ κλήθηκε και τέσσερις φορές στην εθνική ελπίδων της ΕΣΣΔ. Το 1975 θα μεταγραφεί στην ομάδα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης κι αμέσως θα ξεχωρίσει. Θα γίνει η σημαία της ομάδας, ο αρχηγός, ο πιστός στρατιώτης της που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ, αν και τα εκατομμύρια του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού πολλές φορές θα του χτυπήσουν τη πόρτα. Ένα χρόνο μετά την άφιξή του θα οδηγήσει τον Ηρακλή στον πρώτο του τίτλο κατακτώντας το κύπελλο εναντίον του Ολυμπιακού στην Αθήνα. 

  Την ίδια χρονιά θα κληθεί στην εθνική Ελλάδος ελπίδων όπου συμμετείχε σε τέσσερις αγώνες, αλλά και στην εθνική ανδρών όπου συμμετείχε σε φιλικό αγώνα εναντίον την Πολωνίας. Ωστόσο εξαιτίας της συμμετοχής του στις μικρές εθνικές της ΕΣΣΔ και σε μια εποχή που οι κανονισμοί ήταν αυστηρότεροι όσον αφορά την ιθαγένεια των ποδοσφαιριστών, η UEFA του απαγόρευσε να ξαναγωνιστεί στην εθνική Ελλάδος. 

  Αφού οδήγησε τον Ηρακλή σε δύο ακόμα τελικούς κυπέλλου Ελλάδος το 1980 και το 1987, χωρίς ωστόσο να κατακτήσει το τρόπαιο, αφού κλήθηκε το 1984 στη Μικτή Κόσμου, μαζί με όλους τους μεγάλους ποδοσφαιριστές της εποχής του (Κίγκαν, Κέμπες, Μπεκενπάουερ, Σάντσεζ, Σίλτον, Μάγκατ, Θωμάς Μαύρος) κι αφού είχε μαγέψει όλους τους φιλάθλους της χώρας μας (κι όχι μόνο) με τις μπαλιές, τα γκολ και τις φανταστικές του τρίπλες αποσύρθηκε από την ενεργό δράση σε ηλικία 36 ετών. Ήταν 26 Οκτωβρίου 1990, όταν η πρώτη συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση με τον Ηρακλή, αποτέλεσε και την τελευταία του συμμετοχή με την ομάδα που αγάπησε κι αγαπήθηκε. Εννέα χρόνια μετά και σε ηλικία 45 ετών θα φορέσει για δεύτερη και τελευταία φορά τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος σε αγώνα που έγινε προς τιμήν του στο Καυτατζόγλειο εναντίον της Γκάνας. 

  Τί κάνει το Βασίλη Χατζηπαναγή ξεχωριστό; Πως το Καυτατζόγλειο (έδρα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης) γέμιζε όποτε έπαιζε ο Χατζηπαναγής και σίγουρα αρκετές χιλιάδες από αυτούς που γέμιζαν το γήπεδο δεν υποστήριζαν τον Ηρακλή, απλά αποζητούσαν την ποδοσφαιρική του μαγεία. Τα τακουνάκια του, οι κοφτές μπαλιές του και τρίπλες, η άνεση του με τη μπάλα (ασχέτως αν το χορτάρι ήταν καμένο ή αν το γήπεδο είχε λακκούβες). Το γεγονός πως έκανε τους συμπαίκτες του να φαίνονται καλύτεροι απ' ότι πραγματικά ήταν. Το ότι έβαζε γκολ από κόρνερ το ίδιο εύκολα με τα πέναλτι που εκτελούσε. Το ότι έμεινε πιστός στην ομάδα του, πιθανότατα με λιγότερα χρήματα από αυτά που θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τη μεταγραφή του σε κάποια ομάδα της Αθήνας. Η βεβαιότητα πως θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του Ronaldo, του Messi ή του Ribery αν έπαιζε ποδόσφαιρο σήμερα. 

  Το 2003 η ΕΠΟ τον ανακήρυξε κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 χρόνων. 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου